- υπόβροχος
- (I)-ον, Αλίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βρόχος «σχοινί»].————————(II)-ον, Αδεμένος με βρόχο, με σχοινί («ἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + βρόχος «σχοινί»].
Dictionary of Greek. 2013.